χερόνιπτρον

χερόνιπτρον
τὸ, Α
βλ. χειρόνιπτρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χερόνιπτρον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χερόνιπτρα — χερόνιπτρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρόνιπτρον — και χερόνιπτρον, τὸ, Α 1. λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών 2. το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο τών χεριών 3. το πλύσιμο τών χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + νίπτρον (< νίπτω), πρβλ. ποδά νιπτρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”